ηθικολογία — η 1. ηθικό κήρυγμα που γίνεται από ανθρώπους με στενό και φαρισαϊκό πνεύμα: Στενόκαρδη ηθικολογία. – Όλη η ομιλία του ήταν μια ανούσια ηθικολογία. 2. το να ασχολείται κάποιος με την ηθική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης … Dictionary of Greek
ηθικολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αρμόζει ή αναφέρεται στην ηθικολογία ή στον ηθικολόγο. επίρρ... ηθικολογικώς και ά με τρόπο ηθικολογικό, που ταιριάζει σε ηθικολόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Παύλο Καλλιγά] … Dictionary of Greek
καθηκοντολογία — η 1. το μέρος τής ηθικής που ασχολείται με τα καθήκοντα τού ανθρώπου 2. το να μιλά κάποιος συνεχώς και κατά κόρον για τα καθήκοντα τού ανθρώπου, ηθικολογία, δεοντολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθῆκον, τος + λογία (< λόγος < λόγος), πρβλ. αερο λογία … Dictionary of Greek
λουκάνος — (Marcus Annaeus Lucanus, Κορδούη [σημερινή Κόρντομπα Ισπανίας] 39 μ.Χ. – Ρώμη 65 μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Ανιψιός του Σενέκα, στην αρχή της σταδιοδρομίας του ο Λ. είχε κατορθώσει να αποσπάσει τη θετική γνώμη του Νέρωνα προς το πρόσωπό του, η οποία … Dictionary of Greek
πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης … Dictionary of Greek
Αισχίνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (Αθήνα 389 – Ρόδος 314; π.Χ.). Καταγόταν από άσημη οικογένεια, άσκησε διάφορα επαγγέλματα, δοκίμασε τις δυνάμεις του και ως ηθοποιός και κατέλαβε μια ασήμαντη δημόσια θέση. Για την… … Dictionary of Greek
Αλαρκόν, Πέντρο Αντόνιο ντε — (Petro Antonio de Alarcόn, Κάδιξ 1833 – Μαδρίτη 1891).Ισπανός συγγραφέας. Είναι γνωστός κυρίως από το Τρίκωχο καπέλο (El sombrero de tres picos, 1874), χαριτωμένο μυθιστόρημα της επαρχιακής ζωής, που ενέπνευσε το ομώνυμο μπαλέτο στον Ντε Φάλια… … Dictionary of Greek
Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… … Dictionary of Greek